- χαρμόφρων
- -όνος, ὁ, ἡ, Α1. χαρούμενος, εύθυμος2. (κατά τον Ησύχ.) «δώτωρ ἐάωνμεγάλως ὠφελῶν».[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρμη «χαρά, τέρψη» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. πολεμό-φρων, τυραννό-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρμόφρων — heart delighting masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek